προθυμῆται

προθυμῆται
προθυμέομαι
Ages..
pres subj mp 3rd sg
προθυμέομαι
Ages..
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
προθῡμῆται , προθυμέομαι
Ages..
pres subj mp 3rd sg
προθῡμῆται , προθυμέομαι
Ages..
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”